- παρεξέλεγχος
- ὁ, Α [παρεξελέγχομαι]1. σόφισμα που χρησιμοποιείται στην αναίρεση ή στον έλεγχο γνώμης, σοφιστικός έλεγχος2. έλεγχος που αποδεικνύει ότι ο αντίπαλος σφάλλει διττώς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρεξέλεγχος — confutation on a side issue masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεξελέγχων — παρεξέλεγχος confutation on a side issue masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεξέλεγχοι — παρεξέλεγχος confutation on a side issue masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεξέλεγχον — παρεξέλεγχος confutation on a side issue masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)